- προπαγανδιστής
- οθηλ. -ίστρια αυτός που κάνει προπαγάνδα, που προπαγανδίζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προπαγανδιστής — ο, θηλ. προπαγανδίστρια, Ν 1. αυτός που διενεργεί προπαγάνδα («προπαγανδιστής τού ρατσισμού») 2. αυτός που υποστηρίζει θερμά μια αρχή, μια αντίληψη, έναν τρόπο ζωής («προπαγανδιστής τής χορτοφαγίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προπαγανδίζω. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
προπαγάνδα — Βάση της π. είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, με τον οποίο ο προπαγανδιστής μεταδίδει στο κοινό μια πληροφορία με περισσότερο ή λιγότερο υποβλητική αξία. Οι τόσο γενικοί όμως αυτοί όροι δεν εξηγούν την… … Dictionary of Greek
Γκέμπελς, Γιόζεφ Πάουλ — (Joseph Paul Goebbels, Ράιντ, Ρηνανία 1897 – Βερολίνο 1945). Γερμανός πολιτικός. Ο Γ. ήταν ένας από τους λίγους ικανούς άντρες που στρατολόγησε ο Χίτλερ για να κυβερνήσει το Γ’ Ράιχ. Έξυπνος, εργατικός και αφοσιωμένος στον αρχηγό του, πήρε πτυχίο … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κάλβος, Ανδρέας — (Ζάκυνθος 1792 – Λάουθ, Αγγλία 1869). Ποιητής. Σε παιδική ηλικία πήγε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, εξαιτίας των ασχολιών του εμπόρου πατέρα του. Το 1805 οι γονείς του χώρισαν και τότε η μητέρα έχασε, καθώς φαίνεται,… … Dictionary of Greek
Κόλεριτζ, Σάμουελ Τέιλορ — (Samuel Taylor Coleridge, Ότερι Σεντ Μέρι, Ντέβονσαϊρ 1772 – Λονδίνο 1834). Άγγλος ποιητής, κριτικός και φιλόσοφος. Ήταν γιος προτεστάντη πάστορα και σπούδασε στο Jesus College του Λονδίνου, στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, σχολείο αυστηρό και με… … Dictionary of Greek
Πλεχάνοφ, Γκιόργκι Βαλεντίνοβιτς — (Γκουταλόβκα, Ταμπόφ 1856 – Τεριγιόκι, Φιλανδία 1918). Ρώσος επαναστάτης. Από φοιτητής προσχώρησε στη μυστική οργάνωση Ναρόντναγια Βόλια (Λαϊκή θέληση) και αργότερα ίδρυσε τη μαύρη πτέρυγα του κόμματος Γη και Ελευθερία. Οι οργανώσεις αυτές,… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek